υπέρηχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπέρηχος οι υπέρηχοι
      γενική του υπέρηχου
υπερήχου
των υπέρηχων
υπερήχων
    αιτιατική τον υπέρηχο τους υπέρηχους
υπερήχους
     κλητική υπέρηχε υπέρηχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπέρηχος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ultrasound < υπέρ- + ήχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπέρηχος αρσενικό

  1. ταλάντωση που έχει τον ίδιο χαρακτήρα με τον ήχο αλλά πολύ μεγαλύτερη συχνότητα, έτσι ώστε να μη γίνεται αντιληπτή από το ανθρώπινο αυτί
  2. (ιατρική) το υπερηχογράφημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]