υπέρπτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπέρπτηση | οι | υπερπτήσεις |
γενική | της | υπέρπτησης | των | υπερπτήσεων |
αιτιατική | την | υπέρπτηση | τις | υπερπτήσεις |
κλητική | υπέρπτηση | υπερπτήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπέρπτηση < υπερπτήση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈpeɾ.pti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πέρ‐πτη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπέρπτηση θηλυκό
- (νεολογισμός) πτήση αεροσκάφους, συνήθως μαχητικού, η οποία παραβιάζει τον εναέριο χώρο μιας χώρας
- ※ Ζεύγος τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 πραγματοποίησε, σήμερα, Δευτέρα 5 Απριλίου, υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά Παναγιά και Οινούσσες. (Υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 πάνω από την Παναγιά και τις Οινούσσες, CNN.gr, 5 Απριλίου 2021)
- άλλη μορφή του υπερπτήση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέρπτηση
→ δείτε τη λέξη υπερπτήση |