υπέρπυρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπέρπυρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπέρπυρο τα υπέρπυρα
      γενική του υπερπύρου
υπέρπυρου
των υπερπύρων
    αιτιατική το υπέρπυρο τα υπέρπυρα
     κλητική υπέρπυρο υπέρπυρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπέρπυρο < μεσαιωνική ελληνική ὑπέρπυρο(ν) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὑπέρπυρος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈpeɾ.pi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πέρ‐πυ‐ρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Υπέρπυρο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, 13ος αιώνας

υπέρπυρο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Hyperpyron στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Ανδρέας Ανδρεάδης, Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους, μέρος Α΄ (Αθήνα: Τυπογραφικά Καταστήματα Ταρουσοπούλου, 1918), σελ. 6