υπέρτυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- υπέρτυπος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supertype < λατινική super- (υπέρ-) + λατινική typus < αρχαία ελληνική τύπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπέρτυπος αρσενικό
- (θεωρία της πληροφορίας) τύπος δεδομένων στον οποίο βασίζονται επιμέρους υπότυποι με τα δικά του χαρακτηριστικά και λειτουργίες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπέρ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)