υπαρξιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπαρξιστής < υπαρξισμός + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική existentialiste)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπαρξιστής αρσενικό
- (φιλοσοφία) ο φιλόσοφος που εντάσσεται στο ρεύμα του υπαρξισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υπαρξισμός, ύπαρξη και υπάρχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπαρξιστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)