υπεγγύηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπεγγύηση | οι | υπεγγυήσεις |
γενική | της | υπεγγύησης* | των | υπεγγυήσεων |
αιτιατική | την | υπεγγύηση | τις | υπεγγυήσεις |
κλητική | υπεγγύηση | υπεγγυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεγγυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεγγύηση < υπ- + εγγύηση < ελληνιστική κοινή ἐγγύησις < αρχαία ελληνική ἐγγύη < ἐν + γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gew- (χέρι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεγγύηση θηλυκό
- (νομικός όρος) εγγύηση που αφορά άλλη εγγύηση, παρέχοντας περισσότερη ασφάλεια στον δανειστή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεγγύηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)