υπεραλίευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπεραλίευση | οι | υπεραλιεύσεις |
γενική | της | υπεραλίευσης | των | υπεραλιεύσεων |
αιτιατική | την | υπεραλίευση | τις | υπεραλιεύσεις |
κλητική | υπεραλίευση | υπεραλιεύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεραλίευση < υπερ- + αλίευση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεραλίευση θηλυκό
- (αλιεία) η υπερβολική εκμετάλλευση του φυσικού θαλάσσιου πλούτου μέσω της αλιείας σε σημείο που μειώνονται σημαντικά ή και εξαφανίζονται από τους βιοτόπους υδρόβιοι οργανισμοί
- ↪ Οι πληθυσμοί των ψαριών στη Μεσόγειο μειώνονται δραματικά και το θαλάσσιο περιβάλλον υποβαθμίζεται εξαιτίας της υπεραλίευσης.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεραλίευση