υπερβόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερβόλα οι υπερβόλες
      γενική της υπερβόλας των υπερβολών
    αιτιατική την υπερβόλα τις υπερβόλες
     κλητική υπερβόλα υπερβόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερβόλα < υπερβολή με αποκοπή συλλαβής [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾˈvo.la/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερβόλα θηλυκό (προφορικό, λαϊκότροπο)

  1. ο υπερβολικός άνθρωπος
    ※  Τώρα παραλογίζεσαι, είσαι υπερβόλα (συγκρότημα Ημισκούμπρια, από τους στίχους στο «Οι κληρονόμοι», 2001)
    ※  μια επιβεβαίωση για τις φίλες μου που με φωνάζουν υπερβόλα
    Αθηνά Κλήμη, «Όταν μια ταμπέλα STOP ταυτίζεται με έναν σταυρό», athensvoice.gr (25 Μαΐου 2019])· πρόσβαση: 2020-08-31.
  2. η μεγάλη υπερβολή· κάτι που είναι εξαιρετικά υπερβολικό
    ※  [Μ]ην λυπηθείς την υπερβολή. Η μοναξιά, ειδικά αυτήν την μέρα θέλει υπερβολή. Μην σκεφτείς θερμίδες και λοιπές φλωριές. ΞΕΠΑΤΩΣΟΥ στο φαγί και άσε τις ενοχές για άλλη μέρα. Αν δεν προλάβεις να φτιάσεις με τις δικές σου δυνάμεις κάποια αισχρή υπερβόλα, τότε κινήσου γρήγορα και ξεπάτωσε τα ντελιβεράδικα της περιοχή
    Μάκης Παπασημακόπουλος, «Οδηγός επιβίωσης για να περάσεις μόνος σου το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς», oneman.gr (31 Δεκεμβρίου 2019)· πρόσβαση: 2020-08-31.

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «Μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι», Λέξεις-ταμπού και κοινωνιογλωσσικές ταυτότητες στο σύγχρονο ελληνόφωνο τραγούδι, Μαρία Καμηλάκη, Πρακτικά του 12ου συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, τομ. 1, 2017 Edition Romiosini/CeMoG, Freie Universität Berlin, σελ. 459 [1] / [2]