υπερεθνικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερεθνικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερεθνικότητα θηλυκό
- η τοποθέτηση πάνω από τους θεσμούς ενός κράτους
- πολιτική που τείνει να υπερασπίζεται ή να ευνοεί υπερεθνικούς θεσμούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερεθνικότητα
|