υπερθυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερθυμία < → λείπει η ετυμολογία. Ελληνογενής ξέν. όρ., < αγγλ. hyperthymia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερθυμία θηλυκό
- η αύξηση του νευροψυχικού τόνου, που συνοδεύεται από αίσθημα σωματικής και ψυχικής ευεξίας και προκαλεί αυξημένη κινητική δραστηριότητα, παρουσιάζεται δε σε συνηθισμένες περιπτώσεις μανιοκατάθλιψης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερθυμία
|