υπερπαραγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερπαραγωγή < υπερ- + παραγωγή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overproduction)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερπαραγωγή θηλυκό
- (οικονομία) η παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντων από αυτήν που μπορεί να απορροφήσει η αγορά
- σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση, οι περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής είναι αναπόφευκτες στην καπιταλιστική οικονομία
- εντυπωσιακή θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική ταινία με πολύ υψηλό κόστος παραγωγής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερπαραγωγή
|