υπερπόλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπόλωση οι υπερπολώσεις
      γενική της υπερπόλωσης* των υπερπολώσεων
    αιτιατική την υπερπόλωση τις υπερπολώσεις
     κλητική υπερπόλωση υπερπολώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερπολώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

(η) υπερπόλωση θηλυκό
μόνο ενικός ως φαινόμενο
πληθυντικός ως συμβάντα

  • αύξηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ή σε σχέση με την θέση ισορροπίας (συνήθως αφορά στιγμιαία μεταβολή)
  • διαγραμματική ακίδα τάσης, σύντομη αύξηση τάσης
  • νευρική ώθηση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]