υπερρεαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερρεαλιστής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική surréaliste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερρεαλιστής αρσενικό, -ίστρια
- οπαδός του υπερρεαλισμού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υπερρεαλισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερρεαλιστής