υπερτροφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερτροφή οι υπερτροφές
      γενική της υπερτροφής των υπερτροφών
    αιτιατική την υπερτροφή τις υπερτροφές
     κλητική υπερτροφή υπερτροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερτροφή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hyperfood < υπερ- + τροφή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

η υπερτροφή (el) θηλυκό

  • (εμπορικός όρος) σπάνια ή κοινά φυτικά τρόφιμα και αφεψήματα με αυξημένη θρεπτική αξία