υπερχοληστερολαιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερχοληστερολαιμία < υπερ- + χοληστερόλη + -αιμία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερχοληστερολαιμία θηλυκό
- η παρουσία ψηλού επιπέδου χοληστερόλης στο αίμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερχοληστερολαιμία