υπερχορδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερχορδή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική superstring
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερχορδή θηλυκό
- (φυσική) υποθετικό θεμελιώδες μονοδιάστατο δομικό στοιχείο, που πάλλεται σε πολλές διαστάσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερχορδή