υπερχορδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερχορδή οι υπερχορδές
      γενική της υπερχορδής των υπερχορδών
    αιτιατική την υπερχορδή τις υπερχορδές
     κλητική υπερχορδή υπερχορδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερχορδή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική superstring

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερχορδή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]