υπνοβατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπνοβατώ < υπνοβάτ(ης) + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pno.vaˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πνο‐βα‐τώ

Ρήμα[επεξεργασία]

υπνοβατώ, πρτ.: υπνοβατούσα, αόρ.: (υπνοβάτησε)[2] (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη υπνοβάτης

Κλίση[επεξεργασία]

Ο αόριστος, σπάνιος.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. υπνοβατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. υπνοβατώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)