υπνωτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπνωτισμός οι υπνωτισμοί
      γενική του υπνωτισμού των υπνωτισμών
    αιτιατική τον υπνωτισμό τους υπνωτισμούς
     κλητική υπνωτισμέ υπνωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπνωτισμός < γαλλική hypnotisme ή αγγλική hypnotism < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπνωτισμός αρσενικό

  1. μέθοδος που υπνωτίζει τον ασθενή με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών από το υποσυνείδητο
  2. η κατάσταση του υπνωτισμένου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]