υποβολείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποβολείο τα υποβολεία
      γενική του υποβολείου των υποβολείων
    αιτιατική το υποβολείο τα υποβολεία
     κλητική υποβολείο υποβολεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποβολείο < (μαρτυρείται από το 1891) υποβολέας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποβολείο ουδέτερο

  • το μέρος του θεατρικής σκηνής στο οποίο βρίσκεται ο υποβολέας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]