υποθηκεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποθηκεύω υποθήκ(η) + -εύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hypothéquer < hypothèque < αρχαία ελληνική ὑποθήκη) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.po.θiˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐θη‐κεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

υποθηκεύω, αόρ.: υποθήκευσα, παθ.φωνή: υποθηκεύομαι, π.αόρ.: υποθηκεύτηκα, μτχ.π.π.: υποθηκευμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις υποθήκη, υπό και θέτω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]