υπομονετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπομονετικός < συμφυρμός των αρχαίων λέξεων ὑπομονητικός & ὑπομενετικός[1] < ὑπομένω
Επίθετο[επεξεργασία]
υπομονετικός, -ή, -ό και υπομονητικός
- που έχει υπομονή
Παράγωγα[επεξεργασία]
- υπομονητικά (επίρρημα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη υπομένω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ υπομονητικός, υπομονετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας