υποτροπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑποτροπή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποτροπή οι υποτροπές
      γενική της υποτροπής των υποτροπών
    αιτιατική την υποτροπή τις υποτροπές
     κλητική υποτροπή υποτροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποτροπή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποτροπή.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + τροπή < τρέπω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.po.tɾoˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐τρο‐πή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποτροπή θηλυκό

  1. (ιατρική) η επανεμφάνιση συμπτωμάτων ασθένειας μετά από μια περίοδο βελτίωσης, π.χ
  2. (νομικός όρος) η επανάληψη από έναν ένοχο μιας αξιόποινης πράξης για την οποία έχει υποστεί ποινή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]