υφηγεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφηγεσία θηλυκό
- τίτλος πανεπιστημιακού επιπέδου που αποκτιέται αφού εγκριθεί η διατριβή του από επιτροπή πανεπιστημιακών
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υφηγεσία