υφισταμένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υφιστάμενη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφισταμένη οι υφιστάμενες
      γενική της υφισταμένης των υφισταμένων
    αιτιατική την υφισταμένη τις υφιστάμενες
     κλητική υφισταμένη υφιστάμενες
Δείτε και τον τύπο υφιστάμενη στην κλίση της μετοχής υφιστάμενος.
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υφισταμένη < λόγιος τύπος του υφιστάμενη, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής υφιστάμενος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υφισταμένη θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Ως μετοχή, κρατά τον τόνο στην προπαραλήγουσα: η υφιστάμενη

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε υφιστάμενος