φαινομενολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φαινομενολογικά < φαινομενολογικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φαινομενολογικά
- με τρόπο που εξετάζει το θέμα από την άποψη της φαινομενολογίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαινομενολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φαινομενολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαινομενολογικό