φανελάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φανελάκι τα φανελάκια
      γενική
    αιτιατική το φανελάκι τα φανελάκια
     κλητική φανελάκι φανελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φανελάκι < φανέλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.neˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐νε‐λά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φανελάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του φανέλα στη σημασία εσώρουχο για τον κορμό χωρίς μανίκια) λεπτή φανέλα
     συνώνυμα: φανελίτσα
  2. συνώνυμο του φανέλα
    αθλητικό φανελάκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη φανέλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φανέλα