φαρσί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρσί < (άμεσο δάνειο) τουρκική farsi < περσική فارسی (fârsi)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρσί ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  1. η περσική γλώσσα, τα περσικά
    Ευτυχώς ο αρχηγός του γκρουπ ήξερε τα φαρσί και μπορέσαμε να συνεννοηθούμε.

Επίρρημα[επεξεργασία]

φαρσί

  1. με ευχέρεια, πολύ καλά
    Μιλάει τα γαλλικά φαρσί.
     συνώνυμα: άπταιστα, ευφραδώς
    Είπε το μάθημα φαρσί.
     συνώνυμα: απέξω κι ανακατωτά, νεράκι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • φαρσίΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)