φαρσοκωμωδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρσοκωμωδία οι φαρσοκωμωδίες
      γενική της φαρσοκωμωδίας των φαρσοκωμωδιών
    αιτιατική τη φαρσοκωμωδία τις φαρσοκωμωδίες
     κλητική φαρσοκωμωδία φαρσοκωμωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρσοκωμωδία < σύνθετη λέξη: φάρσα + κωμωδία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρσοκωμωδία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]