φεμινιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φεμινιστής οι φεμινιστές
      γενική του φεμινιστή των φεμινιστών
    αιτιατική τον φεμινιστή τους φεμινιστές
     κλητική φεμινιστή φεμινιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεμινιστής < φεμινίσ(τρια) + -τής (αναδρομικός σχηματισμός) [1] < γαλλική féministe

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fe.mi.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φε‐μι‐νι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φεμινιστής αρσενικό (θηλυκό: φεμινίστρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]