φερμουάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

φερμουάρ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φερμουάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική fermoir < fermer < ferme < λατινική firmus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φερμουάρ ουδέτερο άκλιτο

  1. μηχανισμός που κλείνει/κουμπώνει τσάντες, βαλίτσες, ρούχα κλπ. Αποτελείται από δύο σειρές δοντιών και μια λαβή - οδηγό, η οποία, όταν σύρεται προς τη μια πλευρά, κουμπώνει αναγκάζοντας το κάθε δόντι να μπει ένα ανάμεσα στα δύο απέναντί του· όταν ο οδηγός σύρεται προς την αντίθετη πλευρά, τα δόντια απελευθερώνονται και ο μηχανισμός ανοίγει
  2. (μεταφορικά ως επιφώνημα) κράτα το στόμα σου κλειστό, μη μιλάς
  3. το κλείστρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]