φιγουρατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιγουρατζής αρσενικό (θηλυκό: φιγουρατζού)
- που του αρέσει να εντυπωσιάζει, με εξωτερικά μέσα, κυρίως εμφάνιση
- ※ Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις,/πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις (βλ. το τραγούδι "Το κουτσαβάκι", σε στίχους και μουσική του Ανέστη Δελιά)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ατζής (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)