φιγουρατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιγουρατζής οι φιγουρατζήδες
      γενική του φιγουρατζή των φιγουρατζήδων
    αιτιατική τον φιγουρατζή τους φιγουρατζήδες
     κλητική φιγουρατζή φιγουρατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιγουρατζής < φιγούρα + -ατζής < ιταλική figura < λατινική figura < fingo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιγουρατζής αρσενικό (θηλυκό: φιγουρατζού)

  • που του αρέσει να εντυπωσιάζει, με εξωτερικά μέσα, κυρίως εμφάνιση
    ※ Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις,/πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις (βλ. το τραγούδι "Το κουτσαβάκι", σε στίχους και μουσική του Ανέστη Δελιά)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]