φιδόχορτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fiˈðo.xoɾ.to/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιδόχορτο ουδέτερο
- (φυτό) κοινή ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των αροϊδών (Arum: Arum italicum, Arum maculatum, Dracunculus vulgaris κ.ά.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιδόχορτο