φλιπαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλιπαρισμένος < φλιπάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
φλιπαρισμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλιπαρισμένος
|
φλιπαρισμένος, -η, -ο
|