φολκλορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φολκλορισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φολκλορισμός αρσενικό
- επικράτηση του παραδοσιακού λαϊκού στοιχείου στην τέχνη ή αναβίωση στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού σε διάφορες εκδηλώσεις μιας κοινωνίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φολκλορισμός
|