φορμάικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορμάικα οι φορμάικες
      γενική της φορμάικας
    αιτιατική τη φορμάικα τις φορμάικες
     κλητική φορμάικα φορμάικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορμάικα < (άμεσο δάνειο) αγγλική , σήμα κατατεθέν «Formica» → δείτε τη λέξη formica < for + mica

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορμάικα θηλυκό

  • συνθετικό υλικό σε μορφή φύλλου, λεπτό και ανθεκτικό, που χρησιμοποιείται ως επένδυση σε έπιπλα
    τα ράφια είναι καλυμμένα με φορμάικα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]