φορτίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορτίο τα φορτία
      γενική του φορτίου των φορτίων
    αιτιατική το φορτίο τα φορτία
     κλητική φορτίο φορτία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτίο < αρχαία ελληνική φορτίον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορτίο ουδέτερο

  1. το σύνολο των αντικειμένων που μεταφέρει ένας άνθρωπος, ένα ζώο ή ένα φορτηγό μεταφορικό μέσο
    όσο που να πάμε στο Περού, το φορτίο θα το 'χουμε καπνίσει (Ν. Καββαδίας)
  2. (μεταφορικά) ψυχικό βάρος
  3. το ηλεκτρικό φορτίο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]