φορτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φορτώνω < ελληνιστική κοινή φορτῶ, συνηρημένος τύπος του φορτόω[1] → δείτε και τη λέξη φόρτος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foɾˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φορ‐τώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

φορτώνω, αόρ.: φόρτωσα, παθ.φωνή: φορτώνομαι, π.αόρ.: φορτώθηκα, μτχ.π.π.: φορτωμένος

  1. τοποθετώ βάρος πάνω σε μια επιφάνεια, μεταφορικό μέσο, ζώο, άνθρωπο
    φορτώνω μουλάρι, άλογο με φορτίο
  2. μεταφέρω στοιχεία/αρχεία σε ψηφιακή συσκευή
  3. (μεταφορικά) εμπλουτίζω υπερβολικά
    Φόρτωσε το κείμενο με ένα σωρό τεχνικές λεπτομέρειες ενώ η ουσία ήταν αλλού.
    τον φόρτωσαν παράσημα
    Ήρθε φορτωμένη με τόσα μπιζού που έμοιαζε χριστουγεννιάτικο δέντρο.
  4. επιβαρύνω ψυχικά έναν άνθρωπο
  5. αδικώ έναν άνθρωπο επιβαρύνοντάς τον με κάτι που δεν ήταν δική του ευθύνη
    Του φόρτωσαν και ένα φόνο, ενώ είχε κάνει μόνο μία ληστεία.
  6. (αργκό) εκνευρίζομαι, ανεβάζω στροφές, αρχίζω να τα παίρνω
  7. φορτίζω μπαταρία

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • [[τα φόρτωσα στον κόκορα[[ (δηλαδή σε κανέναν, μένουν κατά συνέπεια όλες οι υποχρεώσεις ανεκπλήρωτες)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φορτώνω < μεταπλαστικός τύπος για την ελληνιστική κοινή φορτῶ, συνηρημένος τύπος του φορτόω[1] → δείτε και τη λέξη φόρτος

ζητούμενο λήμμα


Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]