φουντούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φουντούκι | τα | φουντούκια |
γενική | του | φουντουκιού | των | φουντουκιών |
αιτιατική | το | φουντούκι | τα | φουντούκια |
κλητική | φουντούκι | φουντούκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουντούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fındık < αραβική فُنْدُق (funduq) < ελληνιστική κοινή ποντικόν κάρυον (καρύδι από τον πόντο, από την θάλασσα) (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουντούκι ουδέτερο
- εδώδιμος ξηρός καρπός από το δέντρο της φουντουκιάς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φουντούκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουντούκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)