φράουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φράουλα οι φράουλες
      γενική της φράουλας των φραουλών
    αιτιατική τη φράουλα τις φράουλες
     κλητική φράουλα φράουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανθισμένη φράουλα.
φράουλες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φράουλα < μεσαιωνική ελληνική φράγουλα < ιταλική fragola < λατινική fragum + -ula < πρωτοϊταλική *frāgom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰreh₂ǵ-om < *dʰreh₂ǵ-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfɾaula/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρά‐ου‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φράουλα θηλυκό

  1. (φυτό) έρπον ή αναρριχώμενο ποώδες φυτό του γένους Fragaria, με πριονωτά φύλλα, μικρά άσπρα άνθη και εδώδιμους καρπούς (δείτε παρακάτω)
    άλλες μορφές: φραουλιά
  2. (φρούτο) ο μικρός εδώδιμος κόκκινος καρπός του παραπάνω φυτού, που έχει πλατιά βάση, στενεύει προς την άκρη, και έχει σποράκια στην επιφάνειά του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]