φρένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φρένες

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρένο τα φρένα
      γενική του φρένου των φρένων
    αιτιατική το φρένο τα φρένα
     κλητική φρένο φρένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρένο < (άμεσο δάνειο) ιταλική freno < frenare < λατινική frenare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος freno < frenum (χαλινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰer- (κρατώ, υποστηρίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρένο ουδέτερο

  1. μηχανισμός που ελαττώνει την ταχύτητα ενός αντικειμένου
  2. (μεταφορικά) κάτι που επιβραδύνει ή εμποδίζει την ανάπτυξη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]