φτήνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτήνια | οι | φτήνιες |
γενική | της | φτήνιας | — | |
αιτιατική | τη | φτήνια | τις | φτήνιες |
κλητική | φτήνια | φτήνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτήνια < φτηνός + -ια ή μεσαιωνική ελληνική φτηνιά < ελληνιστική κοινή εὐθηνία (αφθονία, ιδίως τροφίμων ή σιτηρών -και δωρεάν διανομή τους) < αρχαία ελληνική εὐθηνέω (με επίδραση και της λέξης εὐθένεια: αφθονία)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτήνια θηλυκό
- χαμηλή τιμή σε πολλά αγαθά και υπηρεσίες, χαμηλό κόστος ζωής σε μια συγκεκριμένη περίοδο ή χαμηλές τιμές για περιορισμένη ομάδα αγαθών
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φθηνός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- η φτήνια τρώει τον παρά : όταν βρίσκεις τα αγαθά σε χαμηλή τιμή αγοράζεις περισσότερα και τελικά ξοδεύεις πιο πολλά χρήματα/τα χρήματα γενικά ξοδεύονται σε φτηνά πράγματα που μπορεί να αγοράσει και ένας φτωχός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)