φταίχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φταίχτης | οι | φταίχτες |
γενική | του | φταίχτη | των | φταιχτών |
αιτιατική | τον | φταίχτη | τους | φταίχτες |
κλητική | φταίχτη | φταίχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φταίχτης αρσενικό (θηλυκό: φταίχτρα)