φταρμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φταρμός | οι | φταρμοί |
γενική | του | φταρμού | των | φταρμών |
αιτιατική | τον | φταρμό | τους | φταρμούς |
κλητική | φταρμέ | φταρμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φταρμός < φταλμός < φθαλμός < οφθαλμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φταρμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φταρμός
|