φτιάξιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτιάξιμο τα φτιαξίματα
      γενική του φτιαξίματος των φτιαξιμάτων
    αιτιατική το φτιάξιμο τα φτιαξίματα
     κλητική φτιάξιμο φτιαξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτιάξιμο < φτιάχνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτιάξιμο ουδέτερο και φτιάσιμο

  1. η επιδιόρθωση, η επισκευή
  2. η κατασκευή
  3. η λήψη δόσης από ναρκομανή για να φτιαχτεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]