φτιάξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτιάξιμο < φτιάχνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτιάξιμο ουδέτερο και φτιάσιμο
- η επιδιόρθωση, η επισκευή
- η κατασκευή
- η λήψη δόσης από ναρκομανή για να φτιαχτεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρήση ναρκωτικών