φτύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτύνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτύνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτύω με τροπή [pt] > [ft] και μεταπλασμό + -νω[1]
Δε σχετίζεται το πτύον (φτυάρι).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfti.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτύ‐νω
τονικό παρώνυμο: φτηνό

Ρήμα[επεξεργασία]

φτύνω, αόρ.: έφτυσα, παθ.φωνή: φτύνομαι, π.αόρ.: φτύστηκα, μτχ.π.π.: φτυσμένος

  1. εκτοξεύω σάλιο από το στόμα μου
  2. βγάζω από το στόμα μου με δύναμη κάτι (συνήθως ενοχλητικό), π.χ. τροφή ή φλέμα κ.λπ.
  3. (μεταφορικά) εκτοξεύω
  4. (μεταφορικά) δείχνω μεγάλη περιφρόνηση
  5. (μεταφορικά) αποφεύγω το μάτιασμα (και στην παθητική φωνή)
    φτύσ' το μην το ματιάσεις, τόσο όμορφο μωρό!
    φτύνομαι, μην τυχόν και με ματιάσεις

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα με πτ- → δείτε τη λέξη πτύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]