φυγοδικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυγοδικία θηλυκό
- η εσκεμμένη απουσία ενός κατηγορουμένου από το δικαστήριο την ημέρα της διεξαγωγής της δίκης του και το αδίκημα που διαπράττει με αυτή του την απουσία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φυγόδικος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυγοδικία