φυλλοβολία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλλοβολία < αρχαία ελληνική φυλλοβολία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλλοβολία θηλυκό
- ρίχνω τα φύλλα μου (για δέντρα), φυλλοβόλημα, φυλλοβολή
- (παλαιότερα) ρίψη φύλλων στο δρόμο για να τιμηθούν εκείνοι που περνούσαν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλλοβολία
|