φυλογένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλογένεια θηλυκό
- η δημιουργία (γένεση και ύπαρξη) φύλων (αρσενικού και θηλυκού)
- η εξέλιξη που παρουσιάζουν οι οργανισμοί κάποιου είδους και η μελέτη της