φυρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυρώ < αρχ. ελλ. εκτεταμένος τύπος του φυράω-ῶ που περιορίστηκε στη σημασία της ανάμειξης αλευριού και νερού για να γίνει φύραμα, ζυμάρι, ενώ φύρω ανακατώνω κάτι για να καταστρέψω ή μολύνω, συγχέω, φέρω άνω κάτω
Ρήμα[επεξεργασία]
φυρώ
Σύνθετα[επεξεργασία]
- φυρόμυαλος (φυρώ + μυαλό)
- φυρονεριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυρώ
|