φωναχτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωναχτά < φωναχτός < φωνάζ(-ω) + -τος

Επίρρημα[επεξεργασία]

φωναχτά

  1. με φωνή, μιλώντας με τρόπο που να ακουγεται κάποιος στο χώρο
    Καλυτερα να το διαβάζεις φωναχτά παιδί μου γιατί θα το απομνημονεύσεις ευκολότερα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φωναχτά