φωναχτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φωναχτά < φωναχτός < φωνάζ(-ω) + -τος
Επίρρημα[επεξεργασία]
φωναχτά
- με φωνή, μιλώντας με τρόπο που να ακουγεται κάποιος στο χώρο
- Καλυτερα να το διαβάζεις φωναχτά παιδί μου γιατί θα το απομνημονεύσεις ευκολότερα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φωναχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωναχτό